ἐπιμερής
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
ές,
A superpartient, of numbers of the form 1+2/x, 1+3/x, etc., Theo Sm.p.76H., Nicom.Ar.1.17, al.; cf. ἐπιμόριος.
German (Pape)
[Seite 962] ές, das Ganze u. mehrere Theile enthaltend, Nicom. arithm. 1, 20, z. B. 12/3; λόγος, das Verhältniß 5: 3. Vgl. ἐπιμόριος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμερής: ἐς, «ἐπιμερής· ἀριθμὸς οὕτω λέγεται, ὅταν ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε ἐπιμόριος.