ἀχρήεις
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = ἀχρεῖος, v.l. in Man.4.76:—also ἀχρήϊστος, ον, Musae.328, Nonn.D.24.266. ἀχρήϊος, ον, Ion. for ἀχρεῖος.
German (Pape)
[Seite 419] εσσα, εν, Hesych. = ἀχρεῖος; bei Maneth. 4, 76 = ἀχρήματος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρήεις: εσσα, εν, ἀχρεῖος, διάφ. γραφ. ἐν Μανέθωνι 4. 76· οὕτως ἀχρήïστος, ον, Μουσαῖος 328.