ἐνευνάζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Med., aor. 1 ἐνευνάσσαντο,
A sleep in, Nic.Fr.19.
German (Pape)
[Seite 839] darin ruhen, schlafen, δόμοις ἐνευνάσσαντο Nic. frg. 33.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευνάζομαι: εὐνάζομαι ἐν, κοιμῶμαι ἔν τινι τόπῳ, ἐνευνάσαντο δόμοισι Νικ. Ἀποσπ. 33.