ἐμπερίληψις
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
εως, ἡ,
A encompassment, τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19; τοῦ φωτός Epicur.Ep.2p.45U.; embracing, χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Insichenthalten, -begreifen, Arist. meteorl. 2, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερίληψις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπεριλαμβάνειν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 10, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.