λέϊτος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 26] u. λεῖτος, auch λήϊτος, λῇτος, die man vgl., das Volk betreffend, öffentlich, publicus, vgl. Piers. Moer. p. 253 Valck. Her. 7, 197. Davon
Greek (Liddell-Scott)
λέϊτος: ἢ λεῖτος, (λαός, λεὼς) ἀρχαῖον ἐπίθ. ― δημόσιος, ἀλλ’ εὔχρηστον μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ λειτουργός, μετὰ τῶν παραγώγων του καὶ ἐν τοῖς Ἰων. τύποις λήιτον, λῄτη. (ἴδε ἐν λέξ. λήιτον).