ἀλθαία
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ἡ,
A marsh mallow, Althaea officinalis, Thphr.HP9.15.5, Aret.CA1.6. 2 = δενδρομαλάχη, Gal.12.67. 3 = ὠκιμοειδές, Ps.Dsc.4.28. (For ἀλθαιᾶτις, ἡ, EM63.12, ἀλθαία τις should be read.)
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, wilde Malve, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλθαία: ἡ, ἑλώδης μαλάχη, «νερομολόχα», μαλάχη ἀγρία, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 15, 5: - ὡς κύρ. ὄνομα, Ἰλ. Ι. 555.