γλία

From LSJ
Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλία Medium diacritics: γλία Low diacritics: γλία Capitals: ΓΛΙΑ
Transliteration A: glía Transliteration B: glia Transliteration C: glia Beta Code: gli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.

Greek (Liddell-Scott)

γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.