κερατωνία
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
ἡ,
A = κερωνία, κερατέα, carob-tree, Ceratonia Siliqua, Gal. 12.23, Aët.1.201, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1422] ἡ, = κερατέα, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κερατωνία: ἡ, = κερατέα, Γαλην., ΧΙΙΙ, 189C, Ἀέτ. Ἡσύχ.