ὄσφρησις
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
εως, ἡ,
A the sense of smell, Pl.Phd.111b (as v.l.), Tht.156b, Arist. de An.421b23; τὸ τῆς ὀ. αἰσθητήριον Id.PA658b28; ῥινῶν ὀσφρήσιες Opp.C.4.66. 2 the organ of smell, Arist.de An. 425a5, Pr.907b28, 1 Ep.Cor.12.17, PRyl.63.5 (iii A. D.); αἱ ὀ. Hdn.1.12.2.
German (Pape)
[Seite 401] ἡ, = ὄσφρανσις; καὶ ἀκοή, Plat. Phaed. 111 b; plur., Theaet. 156 b; Sp., auch die Nase, der Geruchssinn, Hdn. 1, 12, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὄσφρησις: ἡ, δύναμις τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ἡ δύναμις τοῦ αἰσθάνεσθαι τὰς ὀσμάς, Πλάτ. Φαίδων 111Β, Θεαίτ. 156Β, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 8 κἑξ.· τὸ τῆς ὀσφρήσεως αἰσθητήριον ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2. 20. 2) τὸ ὄργανον τῆς ὀσφρήσεως, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 1, 4, Προβλ. 13. 2· αἱ ὀσφρήσεις Ἡρῳδιαν. 1. 12· οὕτω, ῥινῶν ὀσφρήσιες (Ἰων. τύπος) Ὀππ. Κυν. 4. 66. ΙΙ. = ὀσμή, Μοσχόπουλ.