διαποστολή
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ἡ,
A sending of messages, Plb. 5.37.3 (pl.), OGI248.58 (ii B.C.); πρεσβειῶν D.H.7.12.
Greek (Liddell-Scott)
διαποστολή: ἡ, ἀμοιβαία ἀποστολὴ ἀγγέλων, Πολύβ. 5. 37, 3, κτλ.