χαλβάνη
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[βᾰ], ἡ,
A the resinous juice of all-heal, Ferula galbaniflua (v. πάνακες), Thphr.HP9.1.2, 9.7.2, Nic.Th.52, LXX Ex.30.34, Si.24.15, Dsc.3.83, Plu.2.1009f. (Hebr. [hudot ]elbenāh.)
German (Pape)
[Seite 1327] ἡ, galbanum, der harzige Saft einer doldentragenden Pflanze in Syrien, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
χαλβάνη: ἡ, Λατ. galbaˇnum, ὁ ῥητινώδης ὀπὸς ἢ κόμμι φυτοῦ ἐν Συρίᾳ φυόμενον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 2., 7. 2, Πλούτ. 2. 1009F, Διοσκ. 3. 97, κλπ. ― (Πιθανῶς τὸ Ἑβρ. chelbenah).