ἑνωτικός
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ή, όν, (ἑνόω)
A serving to unite or unify, δύναμις Ph.1.31; εὔνοια Id.2.219, cf. Plu.2.428a; τινῶν Procl.Inst.13,al., Dam.Pr.47. Adv. -κῶς EM54.10.
German (Pape)
[Seite 861] vereinigend, Sp., wie Plut. de def. orac. 33 adv. Colot. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνωτικός: -ή, -όν, (ἑνόω), ὁ συντελῶν πρὸς ἕνωσιν, Πλούτ. 2. 428Α, 878Α. ‒ Ἐπίρρ. ἑνωτικῶς Ἐτυμ. Μ. σ. 54, 9.