καθάρτρια
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ἡ, fem. of καθαρτής, Sch.Pi.P.3.139.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, fem. zu καθαρτής, Schol. Pind. P. 3, 139.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρτρια: ἡ, θηλ. τοῦ καθαρτής, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 139.