δερματικός
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
ή, όν,
A of skin, like skin, ὑμήν Arist.HA495a8; of the wings of insects, Id.PA682b19; σκέπη Id.GA719b5. II δερματικόν (sc. ἀργύριον), τό, the money received for the sale of the hides of sacrificial animals, IG2.741, Lycurg.Fr.1. III v. δαλματικόν.
German (Pape)
[Seite 549] haut-, lederartig, ὑμήν Arist. H. A. 1, 16.
Greek (Liddell-Scott)
δερματικός: -ή, -όν, ἐκ δέρματος, ὅμοιος δορᾷ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 5, Γεν. Ζ. 1. 12, 2, κτλ. ΙΙ. δερματικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, τὰ χρήματα τὰ εἰσπραττόμενα ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν δορῶν τῶν θυσιαζομένων ζῴων, Συλλ. Ἐπιγρ. 157. 5, 27, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρπ.