εἰσελαστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A celebrated by a triumphal entry, ἀγῶνες εἰ. CIG2932 (Tralles), 3426 (Philadelphia), IGRom.3.370 (Adada), cf. Plin.Ep.10.118; ἱεροὶ εἰ. [ἀγῶνες] Ath.Mitt.26.239 (Tralles).
German (Pape)
[Seite 742] ή, όν, zu einem Einzuge gehörig, ludi iselastici, Plin. Ep. 10, 118.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσελαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εἰσέλασιν, ἀγῶνες εἰσελαστικοί, Λατ. ludi iselastici, ἀγῶνες τελούμενοι κατὰ θριαμβευτικὴν εἴσοδον, Συλ.. Ἐπιγρ. 2932, 3426, πρβλ. Πλινίου Ἐπιστ. 10. 119.