ἀλουσία
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ἡ,
A being unwashed, Hp.de Arte 5; ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας E.Or.226, cf. Alex.197: pl., ἀλουσίησι . . συμπεπτωκώς Hdt. 3.52, cf. Hp.Morb.2.71.
German (Pape)
[Seite 109] ἡ, Ungewaschenheit, Schmutz, Her. 3, 52; Aristoph. com. bei D. L. 8, 38; Alex. Ath. IV, 161 d; im plur. Eur. Or. 216 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλουσία: ἡ, τὸ μὴ λούεσθαι, ἡ ἀπλυσία, ἠγρίωσαι διὰ μακρᾶς ἀλουσίας, Εὐρ. Ὀρ. 226· κατὰ πληθ. ἀλουσίῃσι ... συμπεπτωκώς, Ἡρόδ. 3. 52: - ὡσαύτως ἀλουτία, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 7, ἔνθα ἴδε Meineke.