προτρυγητήρ
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A harbinger of the vintage, name of the star Vindemiatrix (ε Virginis), interpol. in Arat.138, cf. Hipparch.2.5.5, 3.1.4, Gem.3.6, Ptol.Tetr.24: pl., Plu. 2.308a.
Greek (Liddell-Scott)
προτρῠγητήρ: ῆρος, ὁ, ἀστὴρ πρὸς τὰ δεξιὰ τοῦ ἀστερισμοῦ τῆς Παρθένου ἀνατέλλων ὀλίγον πρὸ τοῦ τρυγητοῦ, καλούμενος καὶ ἁπλῶς τρυγητήρ, vindemiator, Ἄρατ. 137, Πλούτ. 2. 308Α· ― προτρῠγητής, οῦ, Πτολ., κλπ.