γεωμετρέω
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
prop.,
A measure, survey land, BGU12.27 (ii A. D.):— but usu., practise or profess geometry, Pl.Tht.162e, Men.85e, Arist. Rh.1406b30. II generally, measure, c. acc., τὸν ἀέρα Ar.Av.995; τὰ ἐπίπεδα Pl.Tht.173e, cf. X.Smp.6.8, BGU12.27 (ii A. D.), Luc. Icar.21 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 488] die Erde, Land vermessen, ein Geometer sein, übh. ausmessen, τά τε γᾶς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. bei Plat. Theaet. 173 e; vgl. Men. 85 e. Xen. Conv. 6, 8; Pol. 9, 20 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμετρέω: μετρῶ, τὴν γῆν, εἶμαι γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 162Ε, Μένωνι 85Ε, Ἀριστ., κ. ἀλλ. ΙΙ. μετρῶ, καταμετρῶ· μ. αἰτ., τὰ ἐπίπεδα παρὰ Πλάτ. Θεαιτ. 173Ε· πόδας Ξεν. Συμπ. 6, 8.