ὑπένερθε
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
English (LSJ)
also ὑπένερθεν, Adv.
A underneath, ζωστὴρ... ἠδ' ὑ. ζῶμά τε καὶ μίτρη Il.4.186; σφυρὰ κάλ' ὑ. ib.147, cf. 17.386; ὑ. δὲ γαῖα φάνεσκε Od.12.242; χιτῶνά γ' ἔχων.. ὑ. Ar.Ra.1067 (anap.); τὰν ὀροφὰν τὰν ὑπένερθε IG42(1).102.46 (Epid., iv B. C.); τὰν ὕλαν τὰν ὑπένερθεν ib. 51.
2 under the earth, in the nether world, Il.3.278, 20.61, Archil. 17; οἱ ὑ., opp. οἱ οὐράνιοι, Pl.Ax.371b, cf. A.R.2.259.
II c. gen. (which sometimes goes before, sometimes after), under, beneath, ποδῶν ὑ. Il.2.150; ὑ. Χίοιο Od.3.172; ὑ. γενείου Hes.Sc.418; γαίας ὑ. Pi.N.10.87; τοὐμφαλοῦ ὑ. Ar.Nu.977 (anap.); Ἀγρυλῆς ὑ. prob. in IG12.398.16.
German (Pape)
[Seite 1187] u. ὑπένερθεν, adv., unten, unterhalb; σφύρα κάλ' ὑπένερθεν Il. 4, 147. 186; bes. in der Unterwelt, 3, 278. 20, 61; c. gen., der bald vor-, bald nachsteht, ποδῶν δ' ὑπένερθε 2, 150, ὑπένερθε Χίοιο Od. 3, 172; Hes. Sc. 418; ὑπένερθε γαίας ἐών Pind. N. 10, 87, vgl. frg. bei Plat. Theaet. 173 e; οἱ ὑπένερθεν im Gegensatz von οὐράνιοι Ax. 371 b.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπένερθεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπένερθε: (ν) adv.
1 внизу, снизу (ὑ. γαῖα φάνεσκεν Hom.): χιτῶνα ἔχειν ὑ. Arph. снизу быть одетым в хитон;
2 под землей, в подземном царстве: οἱ ὑ. Hom., Plat. жители или боги подземного царства.
(ν) praep. cum gen. под, (по)ниже (ὑ. Χίοιο Hom.; τὰ γᾶς ὑ. Pind. ap. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπένερθε: καὶ πρὸ φωνήεντος -θεν, ἐπίρρ., κάτωθεν, ὑποκάτω, ζωστήρ..., ἠδ’ ὑπ. ζῶμά τε καὶ μίτρη Ἰλ. Δ. 186· σφυρὰ κάλ’ ὑπένερθεν αὐτόθι 147, πρβλ. Ρ. 386· ὑπ. δὲ γαῖα φάνεσκεν Ὀδ. Μ. 242 χιτῶνά γ’ ἔχων... ὑπ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1067. 2) ὑπὸ τὴν γῆν, ἐν τῷ κόσμῳ, Λατ. apud. inferos, Ὀδ. Γ. 278., Υ. 61· οἱ ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ οὐράνιοι, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 259. ΙΙ. μετὰ γεν. (ὁτὲ μὲν ἡγουμένης ὁτὲ δὲ ἐπιφερομένης), ὑποκάτω, κάτωθεν, ποδῶν ὑπένερθε Ἰλ. Β. 150· ὑπ. Χίοιο Ὀδ. Γ. 172· ὑπ. γενείου Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 418 ὑπ. γαίας Πινδ. Ν. 10. 164, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173Ε· τοὐμφαλοῦ ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 977.
English (Slater)
ῠπένερθε, (ν) prep. c. gen., below “ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών” (N. 10.87) (ἡ δὲ διάνοια πέτεται) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ fr. 292.
Greek Monotonic
ὑπένερθε: και πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ.,
I. 1. κάτω από, από κάτω, σε Όμηρ., Αριστοφ.
2. υπογείως, στον Κάτω Κόσμο, Λατ. apud inferos, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως πρόθ., με γεν., κάτω, από κάτω, σε Όμηρ., Πίνδ.
Middle Liddell
I. underneath, beneath, Hom., Ar.
2. under the earth, in the nether world, Lat. apud inferos, Od.
II. as prep., c. gen., under, beneath, Hom., Pind.