ἐνιαυθμός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ὁ, (ἐνιαύω)
A abode, EM342.35, prob. in Call.Fr.127 (ἐνηρυθμοί [-μοῖ] codd. Stob.). [ῑ metri gr.]
German (Pape)
[Seite 844] ὁ, Aufenthaltsort, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαυθμός: ὁ, τόπος διατριβῆς, «παρὰ τὸ ἐνιαύω τὸ ἐνδιατρίβω» Ἐτυμ. Μ. 342. 35.