ἐνιαύω
English (LSJ)
sleep among, [ταῖς ὑσί] Od.15.557, cf. 9.187; sleep in, (φάρεσι) Bion 1.72.
Spanish (DGE)
dormir en o entre c. dat. ᾗσι ... ἐνίαυεν entre ellos (los cerdos) dormía el porquerizo Od.15.557, φάρεσιν Bio 1.72
•c. adv. de lugar dormir, pernoctar ἔνθα δ' ἀνὴρ ἐνίαυε πελώριος Od.9.187.
German (Pape)
[Seite 844] darin schlafen, wohnen; Od. 9, 187; τινί, 15, 557; Bion 1, 72.
French (Bailly abrégé)
dormir dans ; habiter dans ou parmi, τινι.
Étymologie: ἐν, ἰαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνιαύω: досл. (где-л.) спать, перен. жить, обитать (ἔνθα, ὕεσσιν Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιαύω: μέλλ. -ιαύσω, κοιμῶμαι μεταξύ, ἔνθα οἱ ἦσαν ὕες μάλα μυρίαι, ᾗσι συβώτης... ἐνίαυεν Ὀδ. Ο. 557, πρβλ. Ι. 187. (Κατὰ τὸν Εὐστάθιον: «τὸ ἐνίαυεν ἀντὶ τοῦ ἐνδιέτριβεν· ὅθεν καὶ ἐνιαυτός, χρόνος ἐπιμήκης ἔχων τριβήν»· - κοιμῶμαι ἔν τινι, κάτθεό νιν μαλακοῖς ἐνὶ φάρεσιν οἷς ἐνίαυσεν, ἐν οἷς ἐκοιμᾶτο, Βίωνος Εἰδύλ. 1. 72.
English (Autenrieth)
only ipf., ἐνίαυε, used to sleep there or among, Od. 9.187 and Od. 15.557.
Greek Monolingual
ἐνιαύω (Α) ιαύω
κοιμάμαι μέσα ή ανάμεσα σε άλλους, κοιμάμαι, αναπαύομαι («ἔνθα δ' ἀνήρ ἐνίαυε πελώριος» — εκεί κοιμόταν, αναπαυόταν ένας πελώριος άνδρας, Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐνιαύω: μέλ. -ιαύσω, κοιμάμαι μέσα, κατοικώ ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.