δρύφακτος
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, later τρύφακτος BCH35.23 (Delos, iv B. C.), OGI598.3 (Jerusalem), Hdn.Gr.2.595:—
A railing or latticed partition, serving as the bar of the courts of law, the council-chamber, etc., Ar. V.380: mostly in pl., ὑπερεπήδων τοὺς δ. Id.Eq.675; ὑπὸ τοῖς δ. Id.V. 386; ἐπὶ τοῖς δ. ib.552, X HG2.3.55: sg., δρυφάκτου τρόπῳ Apollod. Poliorc.172.1. 2 hand-rail, Plb.1.22.6, 10. 3 balcony, Arist. Ath.50.2:—written δρύφρακτοι, Lib.Or.11.217. (By dissim. for δρύ-φρακτος (φράσσω), cf. Lib. l. c., Hellad. ap. Sch.Orib.2p.746D., Sch.Ar.Eq. l. c.)
Greek (Liddell-Scott)
δρύφακτος: ὁ, φραγμός τις κιγκλιδωτὸς ἢ δικτυωτὸν διαχώρισμα χρησιμεῦον ὡς περίφραγμα τῶν δικαστηρίων, τοῦ βουλευτηρίου, κτλ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 830 συνήθ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cancelli, ὑπερεπήδων τοὺς δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 675· ὑπὸ τοῖς δρ. ὁ αὐτ. Σφηξ. 386· ἐπὶ τοῖς δρ. αὐτόθι 552, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 55· οὐδ. πληθ. δρύφακτα ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ., ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. Πολύβ. (ἴδε κατωτ.), καὶ ἀλλαχοῦ τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ· πρβλ. κιγκλίς. 2) καθ’ ἑνικὸν καθόλου, κιγκλίδες, Πολύβ. 1. 22, 6 καὶ 10. (Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ ὁ ἐκ δρυὸς φραγμός, ὥστε ἀρχικῶς θὰ ἦτο δρυόφρακτος).