Full diacritics: οἰνοβᾰρείων | Medium diacritics: οἰνοβαρείων | Low diacritics: οινοβαρείων | Capitals: ΟΙΝΟΒΑΡΕΙΩΝ |
Transliteration A: oinobareíōn | Transliteration B: oinobareiōn | Transliteration C: oinovareion | Beta Code: oi)nobarei/wn |
ὁ,
A = οἰνοβαρής, Od.9.374,10.555 :—hence οἰνοβᾰρ-έω, to be heavy or drunken with wine, Thgn.503.
οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη τὸ ῥῆμα, οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503.