Θησεύς
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ὁ, gen. Θησέως [trisyll., S.Ph.562, OC1593, 1657, but disyll., ib. 1003, 1103]:—Theseus, Il.1.265, etc.: pl.
A Θησέες Pl.Tht. 169b; Θησεῖς Alciphr.2.4.
Greek (Liddell-Scott)
Θησεύς: ὁ, γεν. Θησέως τρισύλλ., Σοφ. Φ. 562, Ο. Κ. 1593, 1657, ἀλλὰ δισύλλ., αὐτόθι 1003, 1103: ― ὁ διάσημος προγονικὸς ἥρως τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ πρῶτον μνημονευόμενος ἐν Ἰλ. Α. 265, κτλ.· οἱ Θησέες Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΘΕ, τίθημι, ὁ συνοικίζων, ἐκπολιτίζων· πρβλ. θής, τίθημι Α. ΙΙΙ.)