κύμβος
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
ὁ,
A = κύμβη (A), cup, Nic.Th.526: heterocl. dat. κύμβεϊ or κύμβεσι Id.Al.129. (Cf. Skt. kumbhás 'pot', Irish cum 'vase', etc.)
German (Pape)
[Seite 1530] ὁ (vgl. κύμβη), jede Höhlung, bes. ein hohles Gefäß, Hesych.; Schüssel, Becken, Nic. Ther. 526; auch τὸ κύμβος, κύμβεϊ Al. 129.
Greek (Liddell-Scott)
κύμβος: ὁ, = κύμβη, ποτήριον, Νικ. Θ. 526· ― ὁ Νικ. ἔχει ὡσαύτως καὶ ἑτερόκλ. δοτ. κύμβεϊ ἢ κύμβεσι, ὡς ἐκ τοῦ κύμβος, εος, τό Ἀλ. 129.