ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Full diacritics: γλαυκόχροος | Medium diacritics: γλαυκόχροος | Low diacritics: γλαυκόχροος | Capitals: ΓΛΑΥΚΟΧΡΟΟΣ |
Transliteration A: glaukóchroos | Transliteration B: glaukochroos | Transliteration C: glafkochroos | Beta Code: glauko/xroos |
ὁ, ἡ, acc. γλαυκόχροα,
A grey-coloured, of the olive, Pi.O.3.13.
γλαυκόχροος: ὁ, ἡ, αἰτ. γλαυκόχροα, ὁ τὸ χρῶμα ἔχων γλαυκόν, φαιός, κυανόφαιος, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Πίνδ. Ο. 3. 23· πρβλ. γλαυκός, καὶ Dissen ἐν τόπ.