φροῦνος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ὁ, late form for φρῦνος, PMag.Osl.1.235.
German (Pape)
[Seite 1309] ὁ, spätere Form statt φρῦνος, Ep. ad. 394 b (App. 132).
Greek (Liddell-Scott)
φροῦνος: ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ φρῦνος, Εὐστ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. 752, ἀμφ.