μαρτιχόρας
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ὁ,
A man-eater, i.e. tiger, described with fabulous attributes by Ctes. ap. Arist.HA501a26 (v.l. μαρτιοχώρας, μαντιχώρας), cf. Ctes.Fr.57.7, Id. ap. Paus.9.21.4 (μαρτιόρα codd.), et ap.Ael. NA4.21. (Cf. Opers. martiya- 'man', Avest. khwar- 'eat', Mod. Pers. mard-khwār 'man-eater'.)
Greek (Liddell-Scott)
μαρτιχόρας: ὁ, τὸ Περσικὸν mard-khora, ὁ ἀνθρωποφάγος, μυθῶδες ζῷον μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Κτησίου, καὶ ὡς φαίνεται σύνθετον ἐκ λέοντος, ὕστριχος καὶ σκορπίου μετ’ ἀνθρωπίνης κεφαλῆς, Κτησ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 53· ἴδε Η. Η. Wilson on Ctesias σ. 39. Παρ’ Ἀριστ., ἔνθ’ ἀνωτ., ὑπάρχει διάφ. γραφ. μαντιχώρας, καὶ ὁ Calpurn. Ecl. 7. 59 ἔχει manticŏra.