πρόκλυτος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ον, (κλύω)
A heard formerly, of olden time, ἔπεα Il.20.204.
German (Pape)
[Seite 730] vormals oder in früherer Zeit gehört, ἔπεα, alte Sagen, Il. 20, 204.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκλῠτος: -ον, (κλύω) ὁ ἀκουσθεὶς πρότερον, περίφημος τὸ πάλαι, ἔπεα Ἰλ. Υ. 204. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόκλυτα· τὰ προειρημένα, προηκουσμένα».