εὐκατάστροφος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A brought to a good conclusion, well-turned, of a period: only in Adv. -φως, ἀπηρτίσθαι Demetr.Eloc.10.
German (Pape)
[Seite 1074] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάστροφος: -ον, καλῶς συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.