κατάργυρος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάργῠρος Medium diacritics: κατάργυρος Low diacritics: κατάργυρος Capitals: ΚΑΤΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: katárgyros Transliteration B: katargyros Transliteration C: katargyros Beta Code: kata/rguros

English (LSJ)

ον,

   A covered with silver, silvered, Callix.2, Socr. Rhod.1, J.BJ5.5.3, Plu.2.828e.

German (Pape)

[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbert; σκευαί Ath. IV, 148 b; Callixen. ib. V, 199 d u. sonst bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάργῠρος: -ον, κεκαλυμμένος, κεκοσμημένος μὲ ἄργυρον, ἀσημωμένος, κατάργυρος ὅλος (ὅπερ ὀλίγῳ πρότερον μιᾷ λέξει εἶπεν), ὁλάργυρος Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D, κ. σκευαὶ τῶν ἵππων 148Β· ὀχήματα κ. Πλούτ. 2. 828Ε˙ κ. καὶ κατάχρυσα ζῷα Διοδ. Ἐκλογ. 607, 68.