ἀλεξιφάρμακος
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
A acting as antidote, μανίης against it, Hp.Ep. 10. II ἀλεξιφάρμακον, τό, antidote, Thphr.HP9.15.7; Ἀλεξιφάρμακα, title of poem by Nic. 2 charm, spell, Ἐφέσια τοῖς γαμοῦσιν . . γέγων ἀ. Men.371. 3 generally, remedy, τινός against a thing, Pl.Lg.957d, cf. Muson.Fr.17p.91H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξιφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἀπωθῶν τὸ δηλητήριον, ὁ ἐνεργῶν ὡς ἀντίδοτον, μανίης, κατὰ τῆς μανίας, Ἱππ. 1274. 19. ΙΙ. ἀλεξιφάρμακον, τό, ἀντίδοτον, Λατ. remedium, Πλάτ. Πολιτικ. 279C, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 15, 7· Ἀλεξιφάρμακα, ὄνομα ποιήματος ὑπὸ Νικ. 2) φυλακτήριον, «φυλαχτό», Ἐφέσια τοῖς γαμοῦσιν... λέγων ἀλ., Μένανδρ. ἐν «Παιδίῳ» 2. 3) καθόλου, θεραπεία, τινός, Πλάτ. Νόμ. 957D.