τετρόργυιος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ον,
A of four fathoms, AP6.223 (Antip.): cf. τετρώρυγος.
German (Pape)
[Seite 1100] = τετραόργυιος, Xen. Cyn. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
τετρόργυιος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀργυιῶν, Ἀνθ. Π. 6. 223· ἴδε τετρώρυγος.