ὑπέρωρος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ον,
A over-ripe, Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.Or.13.165c.
German (Pape)
[Seite 1205] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρωρος: -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, ἔξωρος, κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ ὥριμος, «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, ὑπέρωρος, μέλαινα, κάτοπτος Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.