τετραπόδης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A four-footed, Man.4.26.
German (Pape)
[Seite 1099] ὁ, vierfüßig. – Auch vier Fuß lang, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τέσσαρας πόδας, τετραπόδης τε λέων Μανέθων 4. 26˙ - ἴδε ἐν λ. τετράπεδος.