τετράπεδος

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπεδος Medium diacritics: τετράπεδος Low diacritics: τετράπεδος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: tetrápedos Transliteration B: tetrapedos Transliteration C: tetrapedos Beta Code: tetra/pedos

English (LSJ)

τετράπεδον,
A with four surfaces or sides, squared, λίθοι D.S.20.95, cf. IG42(1).119.14, al. (Epid.), Arr.An.6.29.5 (v.l. τετραπόδου), Hdn.8.4.2.
II of four feet, κλίμακατῷ πλάτειτετράπεδον Plb.8.4.4, cf. Orac. ap. Plu.Aem. 15.

German (Pape)

[Seite 1098] vierflächig, mit vier Flächen od. Ebenen, Hdn. 8, 4, 4. Aber τετράπεδον μέγεθος ist eine Größe von vier Fuß, Plut. Aemil. 15, wie κλῖμαξ Pol. 8, 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long, large, etc., de quatre pieds.
Étymologie: τέσσαρες, πέζα.

Russian (Dvoretsky)

τετράπεδος: πέδον четырехгранный, имеющий четыре плоскости (λίθοι Diod.).
πούς имеющий четыре фута (τῷ πλάτει Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπεδος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ἐπιφανειῶν ἢ πλευρῶν ἀποτελούμενος, τετράγωνος, λίθοι Διόδ. 20. 95, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 29 (Ἀντίγραφα τετραπόδου), Ἡρῳδιαν. 8. 4. ΙΙ. ἔχων μῆκοςπλάτος τεσσάρων ποδῶν, τῷ πλάτει Πολύβ. 8. 6, 4, πρβλ. Χρησμ. ἐν Πλουτ. Αἰμιλ. 15.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις επιφάνειες ή από τέσσερεις πλευρές, τετράγωνος («[πύργον] ᾠκοδομημένον ἐκ λίθων τετραπέδων», Διόδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. ὑψίπεδος].
(II)
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος τεσσάρων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεδος (< πέζα < πεδjα, δωρ. τ. της λ. πούς), πρβλ. ὀκτάπεδος].