ἐμβοθρόομαι
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
A to be embedded in a cavity, Hp.Cord.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβοθρόομαι: παθ., κοιλαίνομαι, σχηματίζομαι εἰς βόθρον, καὶ βόθρον ἐμβεβόθρωται τὸ εἶδος εἴκελον ὅλμῳ Ἱππ. 269. 8.