παλιμπώλης
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, Conj. für das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παλιμπώλης: -ου, ὁ, = παλιμπράτης, Πολυδ. Ζ΄, 12.