ἱμαντόπους
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
English (LSJ)
ποδος, ὁ, (
A ἱμάς 111) spindle-shanked; esp., 1 name of a tribe of Ethiopians, Plin.HN5.46, Apollod. ap. Tz.H.7.767. 2 kind of water-bird, Dionys.Av.2.9.
German (Pape)
[Seite 1252] οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντόπους: ποδος, ὁ, ὡς τὸ Λατ. loripes, ὁ ἔχων τὰς κνήμας στρεβλάς: ἰδίως, 1) ὄνομα ἔθνους τινὸς Αἰθιοπικοῦ, Πλιν. Π. Ν. 3. 8, Ἀπολλόδ. παρὰ Τζέτζ. Ἱστ. 7. 767. 2) εἶδος ὑδροβίου πτηνοῦ, Ὀππ. Ἰξευτ. 2. 9.