καλλίκομος
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A beautifulhaired, of women, Il.9.449, Od.15.58, Pi.P.9.106; Ὧραι Hes.Op.75, cf. Th.915; Ἀφροδίτη Epimenid.19; Μοῖσαι Sapph.60; Χάριτες Ar. Pax798 (lyr.), IG12.821; also of trees, with beautiful foliage, IG2.3412.
German (Pape)
[Seite 1310] schönhaarig, von Frauen, παλλακίς Il. 9, 449, Ἑλένη Od. 15, 58; Ὧραι Hes. O. 75, wie Pind. P. 9, 110 N. 10, 10; χάριτες Maced. 30 (IX, 625). – Von Pflanzen, schön belaubt.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκομος: -ον, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 449, Ὀδ. Ο. 58, Πινδ. Π. 9. 184· Ὧραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75, πρβλ. Θ. 915· Χάριτες Ἀριστοφ. Εἰρ. 798: - ἐπὶ δένδρων, ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 88.