σύμπνοος
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ον, contr. σύμπνους, ουν, (πνοή
A concordant, Plu.2.574e; agreeing with, in accord with, τινι AP6.227 (Crin.), 11.372 (Agath.); accordant, Plu.2.618d, Aret.SA1.10, etc.; animated by one spirit, σ. καὶ σύρρουν ἐστὶ τὸ σῶμα Gal.Nat.Fac.1.12; animated by a common πνεῦμα, κόσμος σ. αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264.
German (Pape)
[Seite 988] zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαθίῃ σύμπνοος κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαθῆ αὐτὸν ἑαυτῷ ὄντα Plut. de fat. 11.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, σύμφωνος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· σύμφωνος, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.