χρηματοδαίτης
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
ου, Dor. -τας, ὁ,
A divider of wealth, κτεάνων χ. A.Th.729(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1374] ὁ, der das Vermögen theilt, Aesch. Spt. 711.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτοδαίτης: -ου, ὁ, ὁ διανέμων, διαμοιράζων τὴν περιουσίαν, κτεάνων χρ. Αἰσχύλ. Θήβ. 730.