οἰκοδεσπότης

From LSJ
Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδεσπότης Medium diacritics: οἰκοδεσπότης Low diacritics: οικοδεσπότης Capitals: ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ
Transliteration A: oikodespótēs Transliteration B: oikodespotēs Transliteration C: oikodespotis Beta Code: oi)kodespo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A master or steward of a house, Alex.225, Ev.Matt.10.25, PMeyer 24.2 (vi A. D.) : metaph., of God, Arr.Epict.3.22.4 (οἰκίας δ. was preferred by the Atticists, as in Pl.Lg.954b : so οἴκων δεσπόται X.Mem. 2.1.32, cf. Phryn.348).    2 native ruler, opp. foreign emperor, J.Ap.2.11.    II Astrol., of a planet, owner of a domicile or otherwise predominant, Ptol.Tetr.97, Porph. ap. Iamb.Myst.9.5, Heph. Astr.1.13, PSI3.158.80 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεσπότηςκύριος οἴκου ἢ οἰκογενείας, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 6, συχν. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀλλά: οἰκίας δεσπότης ἔλεγον κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 954Β· οὕτως, οἴκου δ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 373. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ ἕκαστον σημεῖον τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου ἦτο οἶκος διὰ τὸν πλανήτην, ὅστις εἰσερχόμενος εἰς τὸ ζῴδιον ἐθεωρεῖτο ὡς ἐπιδρῶν εἰς τοὺς μῆνας καὶ τὰς ἡμέρας ἐφ’ ὅσον ἐκυρίευε· τοῦτο ἐλέγετο οἰκοδεσποτεῖν, καὶ ὁ κυριεύων πλανήτης οἰκοδεσπότης.