κεραβάτης
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = κεροβάτης, Suid., Zonar.
German (Pape)
[Seite 1419] ὁ, = κεροβάτης, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰβάτης: -ου, ὁ, = κεροβάτης, Ἡσύχ.