φρενολῃστής
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A robber of the understanding, deceiver, AP12.144 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 1304] ὁ, Räuber der Seele, des Verstandes, Mel. 42 (XII, 144), ἔρως.
Greek (Liddell-Scott)
φρενολῃστής: -οῦ, ὁ, ὁ λῃστεύων τὸν νοῦν, ἀπατεών, πρβλ. φρενοκλόπος, τί κλαίεις φρενολῃστά; Ἀνθ. Παλ. 12. 144.