διαμαχητέον
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
διαμᾰχητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαμάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 241D (διάφ. γραφ. διαμαχετέον), ὁ αὐτ. Πολ. 380Β.