μαλθακιστέον
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
English (LSJ)
A one must be remiss, Pl.Alc.1.124d: in pl. μαλθᾰκ-ιστέα, Ar.Nu.727.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθακιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μαλθακίζομαι, δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727.