ἀγήρατον
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
τό,
A pot-marjoram, Origanum Onites, Dsc.4.58. 2 = θύμβρα, Ps.-Dsc.3.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγήρατον: τό, ἀρωματικόν τι φυτόν, ἴσ, τὸ μυριόφυλλον, Achillea ageratum, Διοσκορ. 4, 59.