θακέω
From LSJ
English (LSJ)
Ion. and Dor. θωκέω, impf.
A ἐθάκει Cratin.239: Dor. fut. θωκησῶ Epich.99.1:—sit, ἐν θρόνῳ θωκέων Hdt. 2.173; θωκεῖτε Sophr.60; ἀνωτέρω θακῶν . . Ζεύς A.Pr.315; ἥσυχος θακεῖ S.Aj.325<*> κόραι θάκουν (impf.) . . ᾔνουν τε (Herm. θάκους . . ᾔνουν, om. τε) E.Hec.1153: c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, A.Pr.391; of suppliants, S.OT20, Aj.1173; βώμιος θακεῖς E.Heracl.239.