ἀσέλγημα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A licentious act, prob. in Plb.38.2.2, cf. Plu. in Hes.64, Suid. s.v. ἀστυάνασσα; vulgar abuse, in pl., POxy.903.21 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 369] τό, Frevel, εἴς τινα Pol. 38, 2. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέλγημα: τό, ἀσελγὴς πρᾶξις, ὕβρις, ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς περὶ τὸν Αὐρήλιον γενομένων ἀσελγημάτων Πολύβ. 38, 2. 2, (ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἀλογημάτων), Κ. Μανασσ. 1209, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀστυάνασσα.